- τσικνίζω
- 1. μετ. пережарить, сжечь;2. αμετ. подгорать; пахнуть гарью;
τί τσικνίζει εδώ μέσα; — что здесь подгорает?;
§ τα τσίκνισαν они поссорились
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τί τσικνίζει εδώ μέσα; — что здесь подгорает?;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσικνίζω — Ν [τσίκνα] 1. περικαίω κάτι στη χύτρα έτσι ώστε να μυρίζει τσίκνα 2. τσιγαρίζω, καβουρντίζω 3. (αμτβ.) αναδίδω οσμή τσίκνας 4. μτφ. γιορτάζω, διασκεδάζω την Τσικνοπέμπτη 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τσικνισμένος, η, ο (ιδίως για φαγητό)… … Dictionary of Greek
τσικνίζω — τσίκνισα, τσικνίστηκα, τσικνισμένος 1. μτβ., καίω κάτι ώστε να αναδίνει τσίκνα: Το τσίκνισες το φαΐ. 2. αμτβ., αναδίνω μυρωδιά τσίκνας: Η κουζίνα τσικνίζει. 3. τσιγαρίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίκνισμα — το, Ν [τσικνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσικνίζω, τσίκνωμα … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
τσικνώνω — και τζικνώνω Ν 1. τσικνίζω 2. περιχύνω φαγητό με καυτή σάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίκνα / τζίκνα (για άλλες απόψεις βλ. λ. τσίκνα)] … Dictionary of Greek
αρπάζω — και αρπάχνω και αρπώ άρπαξα, αρπάχτηκα, αρπαγμένος, ως μτβ. 1. αφαιρώ κάτι με τη βία: Νεαρός άρπαξε την τσάντα γυναίκας κι εξαφανίστηκε. 2. πιάνω δυνατά ή γρήγορα: Τον άρπαξα και τον κράτησα, αλλιώς θα τον χτυπούσε το αυτοκίνητο. 3. λεηλατώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσικνώνω — τσίκνωσα, τσικνώθηκα, τσικνωμένος 1. τσικνίζω (βλ. λ.). 2. περιχύνω φαγητό (πιλάφι, μακαρόνια κτλ.) με καυτή σάλτσα, ζεματώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)